- σελάχι
- σελάχι, το και σαλάχι, τοείδος ψαριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σελάχι — (I) και σιλάχι, το, Ν 1. δερμάτινη ζώνη με πτυχές στο μπροστινό μέρος, η οποία χρησίμευε ως θήκη για φορητά όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. silāh «όπλο»]. (II) το / σελάχιον, ΝΑ, και σαλάχι Ν, και σαλάχιον ΜΑ, και ποιητ. τ. σελάχειον Α κοινή ονομασία … Dictionary of Greek
σελάχι' — σελάχια , σελάχιον neut nom/voc/acc pl σελάχια , σελάχιος cartilaginous neut nom/voc/acc pl σελάχιε , σελάχιος cartilaginous masc voc sg σελάχιαι , σελάχιος cartilaginous fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
δασυατίδες — Οικογένεια χονδριχθύων της τάξης των βατιδοειδών (σελάχια). Το σώμα τους είναι συμπιεσμένο από πάνω προς τα κάτω και σχηματίζει μεγάλο δίσκο (περ. 2,5 μ.), με σχήμα ρόμβου. Τα θωρακικά πτερύγια ενώνονται μπροστά και η λεπτή επιμήκης ουρά τους… … Dictionary of Greek
селава — уклейка, Cyprinus alburnus (Даль), селява Aspius сluреоidеs , причерноморск., кубанск. (РФВ 68, 403), блр. селява, польск. sielawa уклейка (ХV в., по Брюкнеру 488). С этим названием связаны лит. salavà, selavà мурена (Маценауэр, LF 19, 249), но … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αναμεσάδα — η [ανάμεσα] 1. η αναμεσαριά 2. δερμάτινη ζώνη που χρησιμεύει ως θήκη όπλων (κν. σελάχι) … Dictionary of Greek
λειόβατος — λειόβατος, ὁ (Α) 1. το ψάρι βατίς, το σελάχι, αλλ. βάτος 2. το ψάρι ρίνα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως άλλος τ. τού λεώβατος, βατός από τον λαό) ο ομαλός τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιό βατος, χαλκό βατος] … Dictionary of Greek
ράγια — (I) η, Ν ζωολ. γένος υποτρηματικών χονδριχθύων, ευρύτερα γνωστών ως σελάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. raia «σελάχι»]. (II) η, Ν τεχνολ. βλ. ράγα (ΙΙI) … Dictionary of Greek
σέλαχος — (I) ο, Ν ζωολ. παλαιότερη λόγια ονομασία για το σελάχι. (II) άχεος, τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ σελάχη ο σέλαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με επίθημα χος (πρβλ. τέμα χος, τάρι χος) από την λ. σέλας*, πιθ. λόγω τής φωσφορίζουσας ακτινοβολίας… … Dictionary of Greek
σαλάχι — τὸ / σαλάχιον, ΝΜΑ βλ. σελάχι (ΙΙ) … Dictionary of Greek